δρόπακας

δρόπακας
και δρόπικας, ο
η υδρωπικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή τής λ. είναι δρώπικας < αρχ. υδρωπικός < ύδρωψ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρόπακας — ο βλ. δρώπικας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρώπικας — ο και δρωπίκι, το υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δρόπακας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”