Dictionary of Greek. 2013.
δρόπακας — ο βλ. δρώπικας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρώπικας — ο και δρωπίκι, το υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δρόπακας] … Dictionary of Greek